ἀπελευθέρων

ἀπελευθέρων
ἀπελεύθερος
restored to freedom
masc gen pl
ἀ̱πελευθέρων , ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱πελευθέρων , ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού — (American Colonization Society). Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1816 με σκοπό την επαναφορά των απελεύθερων πλέον μαύρων της Αμερικής στην Αφρική. Ιδρυτής της ήταν ο πρεσβυτεριανός ιερέας Ρόμπερτ Φίνλεϊ. Στην προσπάθειά του ενισχύθηκε από τον τότε… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • απελευθερικός — ἀπελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθἐρων 2. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους …   Dictionary of Greek

  • εξελευθερικός — ἐξελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί») …   Dictionary of Greek

  • ερυκτήρες — ἐρυκτῆρες, οἱ (Α) [ερύκω] η τάξη τών απελευθέρων στη Σπάρτη …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • λιβερτίνος — λιβερτῑνος και λίβερτος, ὁ (Α) αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την τάξη τών απελευθέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libertinus, a, um «απελεύθερος». Ο τ. λίβερτος < λατ. libertus, i «απελεύθερος»] …   Dictionary of Greek

  • Αποκολοκύνθωσις — Σάτιρα με στόχο τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο, που αποδίδεται στον Σενέκα. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, ο φιλόσοφος Σενέκας έγραψε μια αποκολοκύνθωση (αντίθετο του αποθέωση)για τον αυτοκράτορα Κλαύδιο μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για μια… …   Dictionary of Greek

  • Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”